προσθέτω — προσθέτω, πρόσθεσα βλ. πίν. 137 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσθετώ — έω, Α (εσφ. γρφ.) προστίθημι* … Dictionary of Greek
προσθέτω — πρόσθεσα και προσέθεσα, προστέθηκα, προσθεμένος και προστεθειμένος 1. ενώνω κάτι με άλλο, βάζω κι άλλο: Προσθέστε ακόμη δυο θρανία στην αίθουσα. 2. εκτελώ την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσθέτω — πρόσθετος put to masc/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/neut gen sg (doric aeolic) πρόσθετος put to masc/fem/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) προσθέτης accelerating masc gen sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθέτῳ — πρόσθετος put to masc/neut dat sg πρόσθετος put to masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπροσθέτω — προσθέτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + προσθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Μαργαρίτη Δήμιτσα] … Dictionary of Greek
προσθαφαιρώ — προσθαφαιρῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. προσθέτω ποσά σε λογαριασμό και αφαιρώ άλλα αρχ. προσθέτω ή αφαιρώ ανάλογα με την περίπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσθέτω + ἀφαιρῶ] … Dictionary of Greek
βαρυφορτώνω — και βαριοφορτώνω 1. φορτώνω κάποιον βαριά, του βάζω πολύ φορτίο 2. (για πρόσ.) επιθαρύνω κάποιον, του επιβάλλω δυσανάλογες γι αυτόν υποχρεώσεις 3. (για διακόσμηση) προσθέτω πολλά διακοσμητικά στοιχεία σε κάτι, ώστε να καταντάει ακαλαίσθητο 4.… … Dictionary of Greek
επισυντίθημι — ἐπισυντίθημι (Α) 1. προσθέτω επί πλέον 2. ακουμπώ 3. προσθέτω νέο άρθρο σε προηγούμενη συνθήκη … Dictionary of Greek
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek